„διαπληκτισμός“: αρσενικό διαπληκτισμός [ðiapliktizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Prügelei Prügeleiθηλυκό | Femininum, weiblich f διαπληκτισμός διαπληκτισμός