διανυκτέρευση
[ðianikˈterefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Übernachtungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιανυκτέρευσηδιανυκτέρευση
esempi
- τόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m για διανυκτέρευσηÜbernachtungsmöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f