διαμορφώνω
[ðiamorˈfono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- διαμορφώνω σχηματίζω
- gestaltenδιαμορφώνω διαπλάθω, δίνω μορφήδιαμορφώνω διαπλάθω, δίνω μορφή
- einrichtenδιαμορφώνω χώρο για ορισμένη δουλειάδιαμορφώνω χώρο για ορισμένη δουλειά
- prägenδιαμορφώνω χαρακτήραδιαμορφώνω χαρακτήρα
- formatierenδιαμορφώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υδιαμορφώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ