„διαμετακόμιση“: θηλυκό διαμετακόμιση [ðiametaˈkomisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Transit Transitαρσενικό | Maskulinum, männlich m διαμετακόμιση διαμετακόμιση