„διαλογικός“ διαλογικός [ðialojiˈkos], διαλογική, διαλογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) in Dialogform in Dialogform διαλογικός διαλογικός