διαλεκτικός
[ðialektiˈkos], διαλεκτική, διαλεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- dialektischδιαλεκτικός που αναφέρεται στη διαλεκτικήδιαλεκτικός που αναφέρεται στη διαλεκτική
- dialektalδιαλεκτικός που αναφέρεται στη διάλεκτοδιαλεκτικός που αναφέρεται στη διάλεκτο