διακρίνω
[ðiaˈkrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unterscheidenδιακρίνω ξεχωρίζωδιακρίνω ξεχωρίζω
- erkennenδιακρίνω αναγνωρίζωδιακρίνω αναγνωρίζω
- sichtenδιακρίνω από μακριάδιακρίνω από μακριά