„διαβάτης“: αρσενικό διαβάτης [ðiaˈvatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, διαβάτισσα [ðiaˈvatisa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Passant, Fußgänger, -in Passantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f διαβάτης περαστικός διαβάτης περαστικός Fußgänger, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f διαβάτης πεζός διαβάτης πεζός