διέλευση
[ðiˈelefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Durchgangθηλυκό | Femininum, weiblich fδιέλευση το πέρασμα μέσα από κάτιδιέλευση το πέρασμα μέσα από κάτι
- Durchfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fδιέλευση για όχημαδιέλευση για όχημα
esempi
- απαγορεύεται η διέλευση!Durchgang verboten!
- απαγορεύεται η διέλευση!Durchfahrt verboten!