διέγερση
[ðiˈejersi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Erregungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιέγερση κ. σεξουαλικήStimulationθηλυκό | Femininum, weiblich fδιέγερση κ. σεξουαλικήδιέγερση κ. σεξουαλική
- Anregungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιέγερση φαντασίαςδιέγερση φαντασίας
- Aufregungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιέγερση ταραχήδιέγερση ταραχή
- Aufwiegelungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιέγερση του λαούδιέγερση του λαού