διάσχιση
[ðiˈasçisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Überquerungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσχιση δρόμου, ποταμούδιάσχιση δρόμου, ποταμού
- Durchquerungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσχιση δάσους, ερήμουδιάσχιση δάσους, ερήμου