„διάδικος“: αρσενικό και θηλυκό διάδικος [ðiˈaðikos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Partei Parteiθηλυκό | Femininum, weiblich f διάδικος νομικός όρος | Rechtswesenνομ διάδικος νομικός όρος | Rechtswesenνομ