δημοσιότητα
[ðimosiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Publicityθηλυκό | Femininum, weiblich fδημοσιότηταδημοσιότητα
- Öffentlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδημοσιότητα κοινόδημοσιότητα κοινό