δερμάτινος
[ðerˈmatinos], δερμάτινη, δερμάτινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ledern, Leder-δερμάτινοςδερμάτινος
esempi
- δερμάτινα (είδη)πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplLederwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- δερμάτινη ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich fLedergürtelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δερμάτινη πολυθρόναθηλυκό | Femininum, weiblich fLedersesselαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi