δεκτικός
[ðektiˈkos], δεκτική, δεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- empfänglich (γενική | Genitivgen für)δεκτικός που δεν αποκλείει κάτιδεκτικός που δεν αποκλείει κάτι