δειλία
[ðiˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Ängstlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδειλίαFeigheitθηλυκό | Femininum, weiblich fδειλίαδειλία
- Scheuθηλυκό | Femininum, weiblich fδειλία ντροπαλοσύνηSchüchternheitθηλυκό | Femininum, weiblich fδειλία ντροπαλοσύνηδειλία ντροπαλοσύνη