γονικός
[ɣoniˈkos], γονική, γονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- elterlichγονικόςγονικός
esempi
- γονική άδειαθηλυκό | Femininum, weiblich fElternzeitθηλυκό | Femininum, weiblich fErziehungsurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- γονική μέριμναθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | RechtswesenνομSorgerechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi