„γλύκυσμα“: ουδέτερο γλύκυσμα [ˈɣlikjizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kuchen Kuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich m γλύκυσμα γλύκυσμα esempi γλυκύσματα Backwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Süßwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl γλυκύσματα γλυκύσματα Süßspeiseθηλυκό | Femininum, weiblich f γλυκύσματα