γεύση
[ˈjefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Geschmackαρσενικό | Maskulinum, männlich mγεύσηγεύση
- Geschmackssinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mγεύση μία των πέντε αισθήσεωνγεύση μία των πέντε αισθήσεων
esempi
-
- γεύση βανίλιαVanillegeschmackαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- γεύση μένταςPfefferminzgeschmackαρσενικό | Maskulinum, männlich m