„γεωτρητικός“ γεωτρητικός [jeotritiˈkos], γεωτρητική, γεωτρητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bohr- Bohr- γεωτρητικός γεωτρητικός esempi γεωτρητική νησίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f Bohrinselθηλυκό | Femininum, weiblich f γεωτρητική νησίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f γεωτρητική περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich f Bohrfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n γεωτρητική περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich f γεωτρητικός πύργοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Bohrturmαρσενικό | Maskulinum, männlich m γεωτρητικός πύργοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m