γεωργικός
[jeorjiˈkos], γεωργική, γεωργικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- landwirtschaftlichγεωργικόςγεωργικός
esempi
- γεωργική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fFeldarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γεωργική μεταρρύθμισηθηλυκό | Femininum, weiblich fBodenreformθηλυκό | Femininum, weiblich f