Γερμανός
[jermaˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Deutscherαρσενικό | Maskulinum, männlich mΓερμανόςΓερμανός
- Germaneαρσενικό | Maskulinum, männlich mΓερμανός ιστορία | GeschichteιστΓερμανός ιστορία | Geschichteιστ
Γερμανός
[jermaˈnos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, Γερμανή, ΓερμανόPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- deutschΓερμανόςΓερμανός
esempi
- Γερμανή πολίτηςθηλυκό | Femininum, weiblich fBundesbürgerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Γερμανός πολίτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBundesbürgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m