γένεση
[ˈjenesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Entstehungθηλυκό | Femininum, weiblich fγένεση δημιουργίαErschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fγένεση δημιουργίαγένεση δημιουργία