βότανο
[ˈvotano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Heilpflanzeθηλυκό | Femininum, weiblich fβότανο θεραπευτικό(Heil-)Krautουδέτερο | Neutrum, sächlich nβότανο θεραπευτικόβότανο θεραπευτικό