βυθός
[viˈθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Meeresbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mβυθός πυθμέναςMeeresgrundαρσενικό | Maskulinum, männlich mβυθός πυθμέναςβυθός πυθμένας
- Meerestiefeθηλυκό | Femininum, weiblich fβυθός τα βάθη της θάλασσαςβυθός τα βάθη της θάλασσας