„βυζαίνω“: μεταβατικό ρήμα βυζαίνω [viˈzeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αξα; -άχτηκα; -αγμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) stillen, säugen stillen βυζαίνω μωρό βυζαίνω μωρό säugen βυζαίνω για ζώο βυζαίνω για ζώο „βυζαίνω“: αμετάβατο ρήμα βυζαίνω [viˈzeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-αξα; -άχτηκα; -αγμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) saugen saugen βυζαίνω ζώο βυζαίνω ζώο