„βρόμα“: θηλυκό βρόμα [ˈvroma]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gestank, Dreck Gestankαρσενικό | Maskulinum, männlich m βρόμα άσχημη μυρωδιά βρόμα άσχημη μυρωδιά Dreckαρσενικό | Maskulinum, männlich m βρόμα βρομιά βρόμα βρομιά