βρομόσκυλο
[vroˈmoskjilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Dreckskerlαρσενικό | Maskulinum, männlich mβρομόσκυλο παλιάνθρωποςβρομόσκυλο παλιάνθρωπος