βρομιά
[vroˈmja]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- βρομιά
- Schweinereiθηλυκό | Femininum, weiblich fβρομιά ανηθικότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφβρομιά ανηθικότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ