βρομερός
[vromeˈros], βρομερή, βρομερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- dreckig, verschmutztβρομερός βρόμικοςβρομερός βρόμικος
- stinkendβρομερός δύσοσμοςβρομερός δύσοσμος