βουητό
[vuiˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Dröhnenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβουητόβουητό
- Brausenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβουητό αέραςβουητό αέρας
- Rauschenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβουητό ποτάμιβουητό ποτάμι
- Summenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβουητό έντομοβουητό έντομο
- Sausenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβουητό αφτιάβουητό αφτιά
- Brummenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβουητό κεφάλιβουητό κεφάλι
esempi
- βουητό των αυτιώνOhrensausenουδέτερο | Neutrum, sächlich n