„βομβητής“: αρσενικό βομβητής [vomviˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Türöffner Türöffnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m βομβητής βομβητής esempi βομβητής τσέπης τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ Pagerαρσενικό | Maskulinum, männlich m Piepserαρσενικό | Maskulinum, männlich m βομβητής τσέπης τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ