„βιασύνη“: θηλυκό βιασύνη [vjaˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Eile, Hektik, Hast Eileθηλυκό | Femininum, weiblich f βιασύνη βιασύνη Hektikθηλυκό | Femininum, weiblich f βιασύνη υπερβολική Hastθηλυκό | Femininum, weiblich f βιασύνη υπερβολική βιασύνη υπερβολική