„Βερίγγειος“: επίθετο, ως επίθετο Βερίγγειος [veˈriŋgjios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Beringmeer Beringstraße esempi Βερίγγειος θάλασσαθηλυκό | Femininum, weiblich f Beringmeerουδέτερο | Neutrum, sächlich n Βερίγγειος θάλασσαθηλυκό | Femininum, weiblich f Βερίγγειος πορθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Beringstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f Βερίγγειος πορθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m