„βελτιστοποιώ“: μεταβατικό ρήμα βελτιστοποιώ [veltistopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) optimieren optimieren βελτιστοποιώ βελτιστοποιώ