βεβιασμένος
[veviazˈmenos], βεβιασμένη, βεβιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- überhastetβεβιασμένοςβεβιασμένος
- gequält, verkrampftβεβιασμένος χαμόγελοβεβιασμένος χαμόγελο