βαφή
[vaˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Farbenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβαφή χρωματισμόςβαφή χρωματισμός
- Farbeθηλυκό | Femininum, weiblich fβαφή χρωστική ύληβαφή χρωστική ύλη
esempi
- βαφή μαλλιώνHaarfärbemittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βαφή πασχαλινών αυγώνEierfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f