βαρομετρικό
[varometriˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- χαμηλό βαρομετρικόTiefουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- υψηλό βαρομετρικόHochουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βαρομετρικό ύψοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nBarometerstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m