βαραίνω
[vaˈreno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <βάρυνα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
βαραίνω
[vaˈreno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <βάρυνα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- schwerer machenβαραίνω κάνω κάτι πιο βαρύβαραίνω κάνω κάτι πιο βαρύ
- belastenβαραίνω επιβαρύνωβαραίνω επιβαρύνω
- beschweren, belasten, bedrückenβαραίνω προκαλώ ψυχική πίεση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφβαραίνω προκαλώ ψυχική πίεση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ