βαλβίδα
[valˈviða]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Ventilουδέτερο | Neutrum, sächlich nβαλβίδα τεχνική | Technikτεχνβαλβίδα τεχνική | Technikτεχν
- Klappeθηλυκό | Femininum, weiblich fβαλβίδα ανατομία | Anatomieανατβαλβίδα ανατομία | Anatomieανατ
esempi
- βαλβίδα της καρδιάςHerzklappeθηλυκό | Femininum, weiblich f