„βάρβαρος“: επίθετο, ως επίθετο βάρβαρος [ˈvarvaros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, βάρβαρη, βάρβαρο Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) barbarisch barbarisch βάρβαρος βάρβαρος „βάρβαρος“: αρσενικό και θηλυκό βάρβαρος [ˈvarvaros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Barbar Barbarαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f βάρβαρος βάρβαρος