„βάλτος“: αρσενικό βάλτος [ˈvaltos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Sumpf, Moor Sumpfαρσενικό | Maskulinum, männlich m βάλτος Moorουδέτερο | Neutrum, sächlich n βάλτος βάλτος