αύξηση
[ˈafksisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Erhöhungθηλυκό | Femininum, weiblich fαύξηση μισθούαύξηση μισθού
- Zunahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fαύξησηαύξηση
- Zuwachsαρσενικό | Maskulinum, männlich mαύξησηαύξηση
- Vermehrungθηλυκό | Femininum, weiblich fαύξησηαύξηση
- Steigerungθηλυκό | Femininum, weiblich fαύξησηαύξηση
esempi
- αύξηση απόδοσηςLeistungssteigerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αύξηση γεννήσεωνGeburtenzuwachsαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αύξηση εισοδήματοςEinkommenszuwachsαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi