„αχρησιμοποίητος“ αχρησιμοποίητος [axrisimoˈpiitos], αχρησιμοποίητη, αχρησιμοποίητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unbenutzt unbenutzt αχρησιμοποίητος αχρησιμοποίητος