„αφαιρούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αφαιρούμαι [afeˈrume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) in Gedanken versinken, zerstreut sein, abgehen abgezogen werden in Gedanken versinken αφαιρούμαι χάνομαι σε σκέψεις αφαιρούμαι χάνομαι σε σκέψεις zerstreut sein αφαιρούμαι είμαι αφηρημένος αφαιρούμαι είμαι αφηρημένος abgehen, abgezogen werden αφαιρούμαι έξοδακτλ αφαιρούμαι έξοδακτλ