„αυξάνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αυξάνομαι [afˈksanome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zunehmen, sich vermehren, wachsen, steigen zunehmen αυξάνομαι αυξάνομαι (an)steigen αυξάνομαι τιμές αυξάνομαι τιμές sich vermehren αυξάνομαι σε αριθμούς αυξάνομαι σε αριθμούς wachsen αυξάνομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αυξάνομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ