ασυνεπής
[asineˈpis], ασυνεπής, ασυνεπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- inkonsequentασυνεπήςασυνεπής
- unzuverlässigασυνεπής αναξιόπιστοςασυνεπής αναξιόπιστος