ασυναγώνιστος
[asinaˈɣonistos], ασυναγώνιστη, ασυναγώνιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- konkurrenzlosασυναγώνιστοςασυναγώνιστος
- unschlagbarασυναγώνιστος αξεπέραστοςασυναγώνιστος αξεπέραστος