ασυλλόγιστος
[asiˈlojistos], ασυλλόγιστη, ασυλλόγιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unüberlegt, unbedachtασυλλόγιστος λόγος, ενέργειαασυλλόγιστος λόγος, ενέργεια