„ασκώ“: μεταβατικό ρήμα ασκώ [asˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) üben, ausüben, erfüllen, einlegen üben ασκώ κ. κριτική ασκώ κ. κριτική ausüben ασκώ επάγγελμα, πίεση, βία ασκώ επάγγελμα, πίεση, βία erfüllen ασκώ καθήκον ασκώ καθήκον einlegen ασκώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ έφεση ασκώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ έφεση esempi ασκώ επίδραση σε beeinflussen ασκώ επίδραση σε ασκώ έφεση κατά Berufung einlegen gegen ασκώ έφεση κατά